- γαλλιστὶ
- γαλλιστὶ τεμεῖν, prov. 'cut the Gordian knot', Macar.2.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαλλιστί — (Μ γαλλιστί) επίρρ. 1. στη γαλλική γλώσσα 2. σύμφωνα με τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι … Dictionary of Greek